- πεφώραται
- πεφώρᾱται , φωράωsearch after a thiefperf ind mp 3rd sg (attic)πεφώρᾱται , φωράωsearch after a thiefperf ind mp 3rd sg (doric aeolic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
мѧстисѧ — МѦ|СТИСѦ (75), ТОУСѦ, ТЕТЬСѦ гл. 1.Бросаться из стороны в сторону, метаться: бѣжаша Торци Берендичи. из Рускыѣ земли. и тако мѧтущесѧ сде ‹и› ѡндѣ. и тако погыбоша. ЛЛ 1377, 97 (1120); и ˫ако же волнамъ. сѣмо и овамо. народу мѧтущюсѧ. ПНЧ XIV,… … Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)
Δούγκας, Στέφανος — (Τίρναβος, Θεσσαλία 1760; – Μολδαβία 1830).Λόγιος, κληρικός και καθηγητής των φυσικών επιστημών. Μαθήτευσε κοντά στον φημισμένο δάσκαλο του χωριού του, Ιωάννη Πέζαρο. Αργότερα σπούδασε φυσική και μαθηματικά σε διάφορα πανεπιστήμια της Γερμανίας.… … Dictionary of Greek